δερματόπτερος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δερμᾰτόπτερος Medium diacritics: δερματόπτερος Low diacritics: δερματόπτερος Capitals: ΔΕΡΜΑΤΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: dermatópteros Transliteration B: dermatopteros Transliteration C: dermatopteros Beta Code: dermato/pteros

English (LSJ)

ον,

   A with wings of skin, of the bat, Ar.Byz.Epit.120.7.

Spanish (DGE)

-ον
de alas de piel, membranosasdel murciélago, Ar.Byz.Epit.120.7, Elias in Cat.211.3.

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για διάφορα είδη νυχτερίδων) αυτός που έχει φτερά από δέρμα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Δερματόπτερα
Θηλαστικά νυκτόβια του γένους τών Γαλεοπιθήκων.