ανέλπιστος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνέλπιστος, -ον)
μη ελπιζόμενος, απροσδόκητος, αναπάντεχος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν έχει ελπίδα, απελπισμένος
2. (για πράγματα) εκείνος που δεν παρέχει ελπίδα, απελπιστικός
3. το ουδ. ως ουσ. το ανέλπιστον
το να μην ελπίζεις πλέον.