ευρυσθενής
From LSJ
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
Greek Monolingual
εὐρυσθενής, -ές (Α)
1. (και ως επίθ. του Διός, του Απόλλωνος, του Τελαμώνος) αυτός που έχει μεγάλο σθένος, ο πανίσχυρος
2. αυτός που παρέχει σθένος, που δίνει δύναμη («πλοῡτος εὐρυσθενής», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -σθενής (< σθένος)].