Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταρρακτικῶς

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρακτικῶς Medium diacritics: καταρρακτικῶς Low diacritics: καταρρακτικώς Capitals: ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΙΚΩΣ
Transliteration A: katarraktikō̂s Transliteration B: katarraktikōs Transliteration C: katarraktikos Beta Code: katarraktikw=s

English (LSJ)

Adv.

   A rushing down, swooping, Eust.688.52.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρακτικῶς: μὲ ὁρμήν, ὁρμητικῶς, δίκην καταρράκτου, «θαλάσσης ἠρέμα καὶ οὐ κατ. ἐν τῷ πλημμμύρειν ἐπιβαινούσης εἰς τὴν γῆν» Εὐστ. 688, 52.

Greek Monolingual

καταρρακτικῶς και καταρακτικά (Μ)
επίρρ. σαν καταρράκτης, ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταρράκτης, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. επιθ. καταρρακτικός].