καταρρακτικῶς
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
Adv.
A rushing down, swooping, Eust.688.52.
Greek (Liddell-Scott)
καταρρακτικῶς: μὲ ὁρμήν, ὁρμητικῶς, δίκην καταρράκτου, «θαλάσσης ἠρέμα καὶ οὐ κατ. ἐν τῷ πλημμμύρειν ἐπιβαινούσης εἰς τὴν γῆν» Εὐστ. 688, 52.
Greek Monolingual
καταρρακτικῶς και καταρακτικά (Μ)
επίρρ. σαν καταρράκτης, ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταρράκτης, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. επιθ. καταρρακτικός].