κενοτάφιο
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
Greek Monolingual
το (Α κενοτάφιον)
τάφος που δεν περιέχει νεκρό, μνημείο που έχει ανεγερθεί σε ανάμνηση νεκρού, ο οποίος δεν έχει βρεθεί ή έχει ενταφιαστεί αλλού
αρχ.
είδωλο, ομοίωμα («ἔλαβε τὰ κενοτάφια, καὶ ἔθετο ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -τάφιον (< τάφιος < τάφος), πρβλ. κοινο-τάφιον, ψευδο-τάφιον].