Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καφετζής

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο και θηλ. καφετζού
1. ιδιοκτήτης καφενείου
2. θηλ. α) η γυναίκα του καφετζή
β) γυναίκα που μαντεύει παρατηρώντας τα σχήματα που άφησαν τα κατακάθια του καφέ στο αναποδογυρισμένο φλιτζάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kahveci].