Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
καίω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έκαψα του καίω (κατά το σχήμα έραψα: ράφτω, έσκαψα: σκάφτω].