γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
κλεψόγονος, ὁ (Α)(για τον διάβολο) αυτός που κλέβει παιδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψο- (< κλέπτω) + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πρωτόγονος, υψί-γονος].