κλεψόγονος
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
Greek Monolingual
κλεψόγονος, ὁ (Α)
(για τον διάβολο) αυτός που κλέβει παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψο- (< κλέπτω) + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πρωτόγονος, υψί-γονος].