Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
[Seite 1443] att. = κίσσα, κισσαβίζω.
κιτταβίζω (Α)(αττ. τ.) βλ. κισσαβίζω.