κλοπιμαίος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Greek Monolingual
-αία, -αίο (AM κλοπιμαῑος, -αία, -αῖον) κλόπιμος
αυτός που αποκτήθηκε με κλοπή, ο κλεμμένος (α. «η αστυνομία δεν έχει βρει ακόμη όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα» β. «τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον εἶναι», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κλοπιμαίο
το κλεμμένο αντικείμενο.
επίρρ...
κλοπιμαίως (Α)
με κλοπιμαίο τρόπο.