κηρομαστίχα
From LSJ
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
Greek Monolingual
και κηρομαστίχη, η (Μ κηρομαστίχη και κηρομάστιχος)
μίγμα κεριού και μαστίχας το οποίο χρησιμοποιούνταν ως συγκολλητική ουσία.