κατεγνωσμένος
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
Greek Monolingual
κατεγνωσμένος, -η, -ον (AM)
μσν.
αβάσιμος
αρχ.
βλ. καταγιγνώσκω.
επίρρ...
κατεγνωσμένως (Α)
με τρόπο αξιόμεμπτο, επίμεμπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του παθ. παρακμ. κατ-έ-γνωσ-μαι του κατα-γινώσκω].