κηροδοσία

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek (Liddell-Scott)

κηροδοσία: ἡ, φόρος κηροῦ, Συμεὼν Θεσσαλ. περὶ Τελετ. καὶ Μυστηρ. κ. 10 καὶ 11, Δουκάγγ.

Greek Monolingual

και κεροδοσία, η (Μ κηροδοσία και κεροδοσία)
η προσφορά κεριών, το σύνολο τών προσφερόμενων κεριών σε θρησκευτική τελετή
νεοελλ.
η συνολική ή η ετήσια ποσότητα του κεριού που χρειάζεται ένας ναός ή μια μονή για όλες τις εκκλησιαστικές ανάγκες
μσν.
φόρος κεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -δοσία (< -δότης < δότης < δίδωμι), πρβλ. ασυ-δοσία, εργο-δοσία].