κλισμίον

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

κλισμίον, τὸ (Α)
1. μικρό ανάκλιντρο
2. στον πληθ. τὰ κλισμία
η συζυγική κλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλισμός + υποκορ. κατάλ. -ίον].