τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire
κλισμίον, τὸ (Α)1. μικρό ανάκλιντρο2. στον πληθ. τὰ κλισμίαη συζυγική κλίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλισμός + υποκορ. κατάλ. -ίον].