κλισμίον

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

κλισμίον, τὸ (Α)
1. μικρό ανάκλιντρο
2. στον πληθ. τὰ κλισμία
η συζυγική κλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλισμός + υποκορ. κατάλ. -ίον].