κίδαλον
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1437] τό, die Zwiebel, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κίδαλον: τό, «κρόμμυον» Ἡσύχ.· πρβλ. καψιπήδαλος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 oignon;
2 c. χίδαλον.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Greek Monolingual
κίδαλον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κρόμμυον», κρεμ(μ)ύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].