κακόθρους

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κακόθροος.

Greek Monolingual

κακόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, υβριστικός, ονειδιστικόςκακόθρους λόγος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύ-θρους, πολύ-θρους].