γροσφοφόρος
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ον,
A = γροσφομάχος, Plb.6.21.9.
German (Pape)
[Seite 507] den γρόσφος tragend, damit bewaffnet, Pol. 6, 31, 9.
Greek (Liddell-Scott)
γροσφοφόρος: ον,= γροσφομάχος, Πολύβ. 6. 21, 9.
Spanish (DGE)
-ον portador de jabalina Plb.6.21.9, cf. γροσφομάχοι.
Greek Monolingual
γροσφοφόρος, -ον (Α)
ο γροσφομάχος.