Κρήτηθεν

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

French (Bailly abrégé)

adv.
de Crète.
Étymologie: Κρήτη, -θεν.

Greek Monolingual

Κρήτηθε(ν) (Α)
επίρρ. από την Κρήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρήτη + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν) (πρβλ. Πίση-θεν, Σπάρτη-θεν)].