κουκούφας
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
ὁ, Egyptian name for ἔποψ, Horap.1.55: gen.
A κοκκούφατος PMag.Berol.2.18:—Dim. κοκκοφάδιον PMag.Lond.121.411.
Greek (Liddell-Scott)
κουκούφας: ὁ, κατά τινας ὁ πελαργός, κατ’ ἄλλους ὁ ἔποψ, Ὡραπόλλων 1. 55.
Spanish
Greek Monolingual
κουκούφας, ὁ (Α)
τσαλαπετεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ονοματοποιία και συνδέεται με αρχ. ινδ. kukkubha- «φασιανός» και λατ. cucubio «(για κουκουβάγια) κραυγάζω»].