κουτουλώ
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monolingual
-άω, και κουτουλίζω
1. (για ζώα) χτυπώ ή έχω τη συνήθεια να χτυπώ με τα κέρατα
2. χτυπώ με το κεφάλι
3. είμαι βλάκας
4. (στον τ. κουτουλώ) πάω στα τυφλά
5. φρ. «κουτουλάω από τη νύστα» — νυστάζω πολύ και γέρνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κούτουλο < κούτελο, με αφομοίωση].