κοχλιοστρόφιο

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

και κοχλιοστροφείο, το
εργαλείο με το οποίο στρέφεται ο κοχλίας, εργαλείο που χρησιμοποιείται για βίδωμα και ξεβίδωμα, κατσαβίδι, βιδολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -στρόφιο (< στροφή < στρέφω), πρβλ. πηλο-στρόφιον, χειλο-στρόφιον. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. του γαλλ. tourne-vis και απαντά από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].