κοχλιοστρόφιο
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
Greek Monolingual
και κοχλιοστροφείο, το
εργαλείο με το οποίο στρέφεται ο κοχλίας, εργαλείο που χρησιμοποιείται για βίδωμα και ξεβίδωμα, κατσαβίδι, βιδολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -στρόφιο (< στροφή < στρέφω), πρβλ. πηλο-στρόφιον, χειλο-στρόφιον. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. του γαλλ. tourne-vis και απαντά από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].