ξεβίδωμα
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
Greek Monolingual
το
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεβιδώνω, αφαίρεση ή λασκάρισμα της βίδας
2. υπερβολική κούραση, σωματική εξάντληση
3. μτφ. απώλεια λογικού, παραφροσύνη, τρέλα.