κορφιάς

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο κορφή
1. το κορυφαίο οριζόντιο δοκάρι της στέγης, η κορυφαία δοκός
2. ναυτ. κοινή ονομασία του ανέμου που φυσάει σε έναν κόλπο από το άνοιγμα προς το εσωτερικό του, αλλ. μπάτης ή μπουκαδούρα.