ο κορφή1. το κορυφαίο οριζόντιο δοκάρι της στέγης, η κορυφαία δοκός2. ναυτ. κοινή ονομασία του ανέμου που φυσάει σε έναν κόλπο από το άνοιγμα προς το εσωτερικό του, αλλ. μπάτης ή μπουκαδούρα.