κοινολεκτικός

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που λέγεται κοινώς, που ανήκει ή αναφέρεται στην κοινή γλώσσα
2. αυτός που είναι εύχρηστος στην καθομιλούμενη γλώσσα
3. γραμμ. ο σχηματισμένος κατά τον τρόπο της καθομιλούμενης γλώσσας, του κοινού λόγου («κοινολεκτική έκφραση»).
επίρρ...
κοινολεκτικά και -κώς
με κοινολεκτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινόλεκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κοσμά Οικονόμο].