κοινολεκτικός

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που λέγεται κοινώς, που ανήκει ή αναφέρεται στην κοινή γλώσσα
2. αυτός που είναι εύχρηστος στην καθομιλούμενη γλώσσα
3. γραμμ. ο σχηματισμένος κατά τον τρόπο της καθομιλούμενης γλώσσας, του κοινού λόγου («κοινολεκτική έκφραση»).
επίρρ...
κοινολεκτικά και -κώς
με κοινολεκτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινόλεκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κοσμά Οικονόμο].