κοινολεκτικός
From LSJ
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που λέγεται κοινώς, που ανήκει ή αναφέρεται στην κοινή γλώσσα
2. αυτός που είναι εύχρηστος στην καθομιλούμενη γλώσσα
3. γραμμ. ο σχηματισμένος κατά τον τρόπο της καθομιλούμενης γλώσσας, του κοινού λόγου («κοινολεκτική έκφραση»).
επίρρ...
κοινολεκτικά και -κώς
με κοινολεκτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινόλεκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κοσμά Οικονόμο].