κρῆθμον
From LSJ
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
English (LSJ)
τό,
A samphire, Crithmum maritimum, Hp.Nat.Mul.2,al., Call.Fr.64, Lyc.238 (pl., accented κρηθμοῖσι), Nic.Th.909. (Neut. in Dsc.2.129, Ruf.Ren.Ves.1.18 (pl.); masc. κρῆθμος, ὁ, Eust.582.16, crethmus Plin.HN26.158; κρίθμος (sic), Hdn.Gr.1.167.)
German (Pape)
[Seite 1507] τό, auch κρίθμον, ein Küchenkraut, Meerfenchel; Hippocr.; Nic. Th. 909 u. A.; – nach Schol. zu Lycophr. 238 auch ein Meerschaalthier.
Greek Monolingual
κρῆθμον, τὸ (Α)
άγριο βοτάνι που απαντά σε πετρώδεις και παραθαλάσσιους τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λέξη, αβέβαιης ετυμολ. που ίσως εμφανίζει επίθημα -μον (πρβλ. δίκτα-μον, κάρδα-μον)].