ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
και κονβαλλαρία, η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών της οικογένειας λιλιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. convallaria < νεολατ. convallaria (< convalis < com + callis «κοιλάδα») + νεολατ. κατάλ. -aria].