κρατητικός

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτητικός Medium diacritics: κρατητικός Low diacritics: κρατητικός Capitals: ΚΡΑΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kratētikós Transliteration B: kratētikos Transliteration C: kratitikos Beta Code: krathtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for winning, νίκη κ. δύναμις Pl.Def.414a.    2 ruling, controlling, δύναμις κ. τῶν προνοουμένων Procl.Inst.121; κ. τῶν ὅλων Id.in Ti.1.69; αἱ κ. δυνάμεις, opp. αἱ ὑπουργικαί, Id.in Prm.p.736 S.    3 promoting retention (cf. κράτησις 11.3), συλλήψεως Aët.1.142.    4 Astrol., predominant, Vett. Val.333.5.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐπικράτησιν, Πλάτ. Ὅροι 414Α.

Greek Monolingual

κρατητικός, -ή, -όν (Α) κρατώ
1. ο ικανός να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί
2. ο ικανός να επικρατεί, να νικά («νίκη δύναμις κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», Πλάτ.)
3. ιατρ. αυτός που συντελεί σε παρεμπόδιση, αναχαιτιστικός, συγκρατητικός («κρατητικὸς συλλήψεως», Αέτ.).