διακονώ

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317

Greek Monolingual

(AM διακονῶ, -έω
Α και ιων. τ. διηκονέω)
1. υπηρετώ, περιποιούμαι κάποιον
2. είμαι διάκονος στην εκκλησία
3. παρέχω βοήθεια, ελεώ
μσν.- νεοελλ.
διακονεύω, ζητιανεύω
αρχ.-μσν.
1. προσφέρω πρόθυμα τις υπηρεσίες μου σε κάποιον
2. διακονοῡμαι
εξυπηρετώ δικές μου ανάγκες ή συμφέροντα, τακτοποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διάκονος.