διακονώ
From LSJ
Greek Monolingual
(AM διακονῶ, -έω
Α και ιων. τ. διηκονέω)
1. υπηρετώ, περιποιούμαι κάποιον
2. είμαι διάκονος στην εκκλησία
3. παρέχω βοήθεια, ελεώ
μσν.- νεοελλ.
διακονεύω, ζητιανεύω
αρχ.-μσν.
1. προσφέρω πρόθυμα τις υπηρεσίες μου σε κάποιον
2. διακονοῦμαι
εξυπηρετώ δικές μου ανάγκες ή συμφέροντα, τακτοποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διάκονος.