Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
κενεμεσία, ἡ (Α)ναυτία, αναγούλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + ἐμεσία «τάση για εμετό» (< ἐμῶ «κάνω εμετό»)].