ἀποσκιάζω
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
German (Pape)
[Seite 324] 1) Schatten werfen, D. C.; σκιαὶ δι' ἑτέρου φωτὸς ἀποσκιαζόμεναι, geworfen, Plat. Rep. VII, 352 c. – 2) in Schatten stellen, verdunkeln, Longin. 17, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκιάζω: μέλλ. -ασω, ἐπιρρίπτω σκιάν, σκιαὶ δι’ ἑτέρου… φωτὸς ἀποσκιαζόμεναι… Πλάτ. Πολ. 532C. ΙΙ. ἐπισκιάζω, Λογγῖν. 17 ἐν τέλ., οὕτω καὶ ὁ Bgk ἐν Ἐμπεδ. 174, ἀντὶ ἀπεσκεύασεν.
French (Bailly abrégé)
projeter de l’ombre.
Étymologie: ἀπό, σκιάζω.
Spanish (DGE)
1 proyectar o producir sombras εἰδώλων σκιὰς δι' ἑτέρου τοιούτου φωτὸς ... ἀποσκιαζομένας sombras de imágenes proyectadas por una luz diferente Pl.R.532c, ἐπὶ βαθύτατον κοινῇ πάντες ἀποσκιάζοντες produciendo todos juntos una sombra densísima D.C.36.49.7, δένδρον ... ἀποσκιάσαν Ast.Am.Hom.5.9.1, ἀποσκιάζοντες τὴν τοῦ ἡλίου αὐγὴν protegiendo del resplandor del sol Sch.A.Th.3841.
2 empañar, matar el brillo ἐν τούτοις γὰρ ἀποσκιάσεις τὰ πέταλα con esto matarás el brillo de las láminas Zos.Alch.223.16, τὰς ὄψεις καὶ τὰς ἀκτῖνας Gr.Nyss.V.Mos.p.57.1.
Greek Monolingual
(Α ἀποσκιάζω)
νεοελλ.
έχω σκιά, είμαι αποσκιερός
αρχ.
σκιάζω, ρίχνω σκιά.