έννομος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔννομος, -ον)
ο καθορισμένος από τον νόμο, αυτός που ακολουθεί τον νόμο, που είναι σύμφωνος με τον νόμο, νόμιμος
(α. «έννομη τάξη» β. «ἔννομα γὰρ πείσονται» — θα υποστούν τα νόμιμα, Θουκ.)
αρχ.
1. αυτός που τηρεί τους νόμους, που δεν πράττει άνομα, δίκαιος
2. αυτός που τρέφεται κάπου, που νέμεται έναν τόπο, που κατοικεί κάπου, κάτοικος («βροτοὶ δ', οἵ γᾱς τότ' ἦσαν ἔννομοι» — οι άνθρωποι που κατοικούσαν τότε τη χώρα, Αισχύλ.).
επίρρ...
εννόμως, -α
κατά τον νόμο, νόμιμα.