κυριοεργός
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
κυριοεργός, ὁ (Μ)
εργάτης του Κυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο-εργός, νοσο-εργός].