κυριοεργός

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

κυριοεργός, ὁ (Μ)
εργάτης του Κυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθοεργός, νοσοεργός].