λαχανηρός

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰχᾰνηρός Medium diacritics: λαχανηρός Low diacritics: λαχανηρός Capitals: ΛΑΧΑΝΗΡΟΣ
Transliteration A: lachanērós Transliteration B: lachanēros Transliteration C: lachaniros Beta Code: laxanhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A of vegetable kind, τὸ λ. Thphr.HP7.1.1: pl., τὰ λ. vegetables, pot-herbs, ib.1.11.3, 6.1.2, CP6.9.3.

German (Pape)

[Seite 19] zu den Gartengewächsen, Gemüsen gehörig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνηρός: -ά, -όν, ἐκ τοῦ εἴδους τῶν λαχάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 3· τὰ λαχανηρά, λάχανα· καθόλου, λαχανικά, αὐτόθι 6. 1, 2., 7. 1, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3.

Greek Monolingual

λαχανηρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει σε κάποιο είδος λαχάνων
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαχανηρά
τα λάχανα, τα λαχανικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + επίθημα -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός, οκν-ηρός)].