λάδωμα

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

το λαδώνω
1. επάλειψη ή επίχριση με λάδι
2. λέκιασμα από λάδι
3. η λίπανση τμημάτων μηχανής με έγχυση μηχανελαίου
4. μτφ. δωροδοκία για προσωπική εξυπηρέτηση.