λαλουμένη

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255

Greek Monolingual

η λαλώ
η γλώσσα της καθημερινής ζωής, η γλώσσα του λαού, η γλώσσα που μιλιέται, η δημοτική, σε αντιδιαστολή προς την καθαρεύουσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλουμένη (ενν. γλώσσα), ουσιαστικοποιημένη μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. λαλώ].