Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
η λαλώ
η γλώσσα της καθημερινής ζωής, η γλώσσα του λαού, η γλώσσα που μιλιέται, η δημοτική, σε αντιδιαστολή προς την καθαρεύουσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλουμένη (ενν. γλώσσα), ουσιαστικοποιημένη μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. λαλώ].