λατραβός

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

German (Pape)

[Seite 18] = λαμυρός, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λατραβός: λαμυρός, καὶ λατραβία, = λαμυρία, Ἡσύχ.· ὅστις ἔχει καὶ μετοχ.: λατραβῶν· «ἀλαζονευόμενος» καὶ ῥῆμα λατραβίζειν· «ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῖν» ― λατράζειν· «βαρβαρίζειν».

Greek Monolingual

λατραβός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λαμυρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λατραβός και λατραβία (= «λαμυρία μετά ερυθριάσεως», κατά τον Ησύχιο) συνδέονται με τη λ. λατραβιάζω].