λαμπικάρω

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

και λαμπικαρίζω λαμπίκος
1. αποστάζω με τον άμπικα, με τον λαμπίκο
2. καθιστώ κάτι διαυγές, διυλίζω («λαμπικαρισμένο πετρέλαιο»)
3. γίνομαι διαυγής
4. καθαρίζω («μού λαμπικάριζε τα μάτια, μού ακόνιζε το μυαλό», Βάρν.).