λαχανόσπερμον
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
English (LSJ)
τό,
A vegetable seed, PFay.89 (i A.D.), BGU454.13 (ii A.D.), etc.
Greek Monolingual
λαχανόσπερμον, τὸ (Α)
πάπ. σπόρος λαχάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + -σπερμον (< σπέρμα), πρβλ. λινό-σπερμον, χορτό-σπερμον].