κυματόθριξ

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source

Greek Monolingual

και κυμόθριξ, -άτριχος, ο
1. αυτός που έχει κυματιστά μαλλιά ή γένια
2. ο πληθ. ως ουσ. οι κυματότριχες
μια από τις τρεις κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται οι άνθρωποι με βάση τον σχηματισμό τών μαλλιών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -θριξ (< θρίξ), πρβλ. ουλό-θριξ, φυκό-θριξ].