Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Full diacritics: λαίβα | Medium diacritics: λαίβα | Low diacritics: λαίβα | Capitals: ΛΑΙΒΑ |
Transliteration A: laíba | Transliteration B: laiba | Transliteration C: laiva | Beta Code: lai/ba |
ἀσπίς, τρίβων, πέλτη, Hsch. λαίγματα· πέμματα, οἱ δὲ σπέρματα, ἱερὰ ἀπάργματα, Id., cf. Cyr., Phot. (λάγμ-);
A v. λαῖμα.
λαίβα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀσπίς, τρίβων, πέλτη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λαιός ΙΙ].