πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
λαλαγῶ, -έω (Α)1. φλυαρώ2. (για πτηνά) τερετίζω3. μτγν. ηχώ, αντηχώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ, με εκφραστική παρέκταση -γ- (πρβλ. οιμώζω: οιμωγή)].