οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
λαλαγῶ, -έω (Α)
1. φλυαρώ
2. (για πτηνά) τερετίζω
3. μτγν. ηχώ, αντηχώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ, με εκφραστική παρέκταση -γ- (πρβλ. οιμώζω: οιμωγή)].