λαλαγώ

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

λαλαγῶ, -έω (Α)
1. φλυαρώ
2. (για πτηνά) τερετίζω
3. μτγν. ηχώ, αντηχώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ, με εκφραστική παρέκταση -γ- (πρβλ. οιμώζω: οιμωγή)].