βάρδος

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Spanish (DGE)

-ου, ὁ acémila, BGU 276.11, 17 (II/III d.C.).

Greek Monolingual

ο (AM βάρδος)
νεοελλ.
ποιητής ή τραγουδιστής με ευρεία απήχηση στον λαό
αρχ.
Κέλτης ραψωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bardo < λατ. bar dus, λ. κελτικής προέλευσης].