τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν → reduce food and drink to a uniform mass
η (Μ λειψάδα)το να μην υπάρχει κάτι σε αρκετή ποσότητα, έλλειψη ανεπάρκειανεοελλ.έλλειψη μυαλού, χαζομάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ- (βλ. λείπω) + κατάλ. -άδα].